- αναδοσιά
- αναδοσιά, η και ανεδοσιά, η1. οσμή, υγρασία: Το δωμάτιο αυτό έχει μια αναδοσιά μούχλας.2. τσιγκουνιά, σφιχτοχεριά: Στο χωριό είχαν να κάνουν με την αναδοσιά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.